- συσσωματοποιεῖται
- συσσωματοποιέωincorporatepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσσωματοποιώ — έω, Α [σωματοποιῶ] συνενώνω σε ένα σώμα («συσσωματοποιεῑται δὲ τὰ εἰσιόντα καὶ ὑπὸ τῶν ἐν τῇ γῇ ὑγρῶν κεκρυμμένων», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek